Μοναστηράκι. Έντεκα η ώρα το βράδυ. Κατέβηκα τις ηλεκτρικές σκάλες πίσω από ένα τύπο με μια θήκη μπουζουκιού στο αριστερό χέρι. Κι ένα καπέλο μαφιόζικο. Τελευταία τα καπέλα και τα σκουφιά για ράστα μάλια δίνουν και παίρνουν στο τριτοκοσμικό κέντρο της Αθήνας. Φτάσαμε στην πλατφόρμα. Την προσοχή μου τράβηξε ένας θεόρατος, δίμετρος μαύρος τύπου Σακιλ ο Νηλ, με μια θεόκοντη Ελληνίδα τύπου γαϊδουροέφηβη μαθήτρια με ξέκωλο μαύρο καλτσόν, που χαχάνιζε εξιταρισμένη δίπλα του και του έλεγε αλα γκρεκ πως αύριο θα πάει στην Κρήτη για διακοπές. Ο νιγηριανός τουρίστας εξηγούσε πως αντίθετα με ό,τι φαίνεται δεν του αρέσει το μπάσκετ αλλά το ποδόσφαιρο. Τέτοια ωραία συζήτηση στα αφροαγγλικά. Ο τύπος με το μπουζούκι και το κουτσαβάκικο καπέλο περίμενε αμίλητος. Στήθηκε πίσω ακίνητος. Γύρω στα 25, μικρόσωμος, με κοκκινωπό γιλέκο και στενό εφαρμοστό τζιν. Συνηθισμένα περίεργη φάτσα. Ακίνητος, ακουμπούσε ελαφρά στον τοίχο και με μισάνοιχτα μάτια παρατηρούσε μάλλον, τον λίγο κόσμο που σουλατσάριζε πέρα δώθε στην απέναντι όχθη του σταθμού στο Μοναστηράκι. Το τεράστιο φωτεινό ρολόι από πάνω μου έδειχνε ένδεκα και δέκα, φωτίζοντας με γαλακτερό χρώμα τους ώμους μου και τη ράμπα.
Σκεφτόμουν πάλι τις εικόνες από την παρουσίαση του καινούριου αστυνομικού βιβλίου του Τζίμη Κορίνη που είχα παρακολουθήσει πριν από λίγο, εκεί κοντά, σε ένα φρεσκοβαμμένο νεοκλασικό και οι μορφές του Μίκυ Σπιλαίν, του Μάρλοου και της Αναϊς Νιν φτεροκοπούσαν ακατάστατα σαν πεταλούδες μέσα στο μυαλό μου. Έτσι δεν πρόσεξα τον μικρόσωμο πακιστανό που στάθηκε ανάμεσα σε μένα και το μπουζουξή με το μαφιόζικο καπέλο.
Τα τραίνα αργούν τη νύχτα. Έχεις παρα πολύ καιρό να κάνεις μια καινούργια γνωριμία στην αποβάθρα. Ο ψηλός νιγηριανός είχε πιάσει για τα καλά τουριστική κουβέντα για φουτμπωλ και διακοπές μπροστά μου. Προσπαθούσε να αυτοκαλεσθεί στη Κρήτη. Η μικρή κρητικοπούλα (;) έκανε μικρές χαριτωμένες κοριτσίστικες τρίπλες. Ώσπου ακούστηκε μια ασυνήθιστα δυνατή φωνή.
– Τι κοιτάς ρε. Βλέπεις κάτι. Ε; Τι θέλεις;
Ήταν ο μαφιόζος. Τά'χε πάρει με τον πακιστανό. Ο τυπάκος απ' το Πακιστάν έπαθε νίλα. Φοβισμένα απομακρύνθηκε λίγο απο το κουτσαβάκι και στάθηκε λίγο πιο πέρα. Ξαφνικά έκανε ζέστη. Ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα ήταν παρα πολύς. Νόμιζες πως όπου ναναι θα αστράψει και θα αρχίσει η καταιγίδα μες τη νύχτα..
Το πρώτο βαγόνι μπήκε με θόρυβο και χλαπαταγή στον σταθμό, σέρνοντας το ένα ατέλειωτο, σιδερένιο τέρας. Στα μικρόφωνα ακουγόταν με ελληνοβλάχικη αγγλική προφορά το μήνυμα Please mind the gap between the train and the platform. Ήθελα να ήξερα ποιος φοβερά έξυπνος αρχιτέκτονας στο κόσμο έφτιαξε πλατφόρμα σταθμού μετρό ημικυκλική. Στα φωτισμένα βαγόνια κάτι μισονυσταγμένες φοιτήτριες και άλλες γυναίκες αρχαίων επαγγελμάτων κοιτούσαν σαν ζόμπι μπροστά αποφεύγοντας οποιοδήποτε ανδρικό βλέμμα. Οι της πλατφόρμας μπήκαν ξυπνώντας τους καθισμένους. Προσπέρασα από ένστικτο τον μαφιόζο και μπήκα στο επόμενο βαγόνι. Πίσω μου με γρήγορο βήμα μπήκε ο πακιστανός. Την τελευταία στιγμή χώθηκε στο βαγόνι και ο μαφιόζος με το μπουζούκι.
Προχώρησα μπροστά και κάθησα στο μέσον. Πήρα κι εγώ την βολική μισονυσταγμένη στάση-δε-με-νοιάζει-τίποτα. Μύριζε πατσουλί και μπροστά μου καθόταν μια πολύ παχουλή Ουκρανή με γυαλιστερό μαύρο και εφαρμοστό καλτσόν (έλεος). Το κορακί μαλλί ήταν πιασμένο με δυο μαύρα κινέζικα τσοπς.
Το τραίνο έφυγε με θόρυβο προς την Ομόνοια.
Κάποια στιγμή μπήκαμε στο πορτοκαλί σύμπαν του σταθμού της Ομόνοιας και τότε ακούστηκαν φωνές στο πίσω μέρος του βαγονιού. Σήκωσα το βλέμμα μου για να δω τι συνέβαινε. Συνήθως ήταν κάποιος πορτοφολάς που έγινε αντιληπτός, πράγμα εντελώς συνηθισμένο τις μέρες μας. Ο Πακιστανός, σκέφτηκα. Όμως οι φωνές έγιναν στριγγλιές δυνατές και πολύ γοερές. Με "Μηηη" "οχι", "τι κάνεις", "κάποιος;" "πιάστε τον" και τέτοια. Πρόλαβα να δω το μαχαίρι να κατεβαίνει για τελευταία φορά προς τη μεριά του πακιστανού. Οι πόρτες του βαγονιού άνοιξαν με θόρυβο και ο τύπος με το μπουζούκι πετάχτηκε έξω. Το βλέμμα του φωτιά. Κοίταξε πίσω του αν τον ακολουθεί κανένας και με γοργά βήματα ανέβηκε τις σκάλες. Όλοι παραμέριζαν να περάσει σαν να ήταν κάποιος υπουργός. Στάθηκε στην κορυφή. Βεβαιώθηκε πως κανείς δεν τον καταδίωκε. Έβαλε το ματωμένο σουγιά στην κωλότσεπη και εξαφανίστηκε.
Ο πακιστανός γονάτισε σαν να έκανε κάποια προσευχή κρατώντας την καρωτίδα του απ όπου ανάβλυζε πολύ αίμα. Ύστερα σωριάστηκε ανάσκελα. Έσκυψα να τον δω. Κοίταξε ανήμπορος ψηλά κάποιο θεό του. Ένας άγνωστος, μεταξύ αγνώστων απ την άλλη άκρη της γης. Αναλώσιμος. Ένας δίπλα μου έπαιρνε φωτογραφία με το τηλέφωνο τη σκηνή. Κάποιος άλλος λέγοντας «Έλεος ρε φιλε» του άρπαξε το κινητό απ' το χέρι και το πέταξε μακριά. Οι κοπέλες είχαν ξυπνήσει και κοιτούσαν η μια την άλλη. «Ένα γιατρό ρε παιδιά, ένα γιατρό». Η ουκρανή φώναζε «ντεν υπάρκι ένος άντρας εντο?» Ένας μακρυμάλλης έβριζε τον Τσίπρα που αφήνει πακιστανούς να μας γ@μάνε κάθε μέρα. Κάποιος του φώναξε πόσο καραγκιόζης είναι. Εκείνη την ώρα ήρθαν τρεις με στολή της αστυνομίας. Παιδιά είκοσι χρονών. Ο ένας έμεινε. Οι άλλοι έφυγαν τρέχοντας πίσω. Χάος. Το ρολόι της Ομόνοιας έδειχνε μεσάνυχτα..
¨Όλοι ήταν φρικαρισμένοι αμίλητοι. Γύρω απο τον πακιστανό είχε πολύ πηχτό αίμα. Ένας τύπος με μαλλιά του κρατούσε το χέρι να πιάσει σφυγμό. Τα μάτια του νεαρού πακιστανού ήταν ανοιχτά αλλά δεν ξέρω αν έβλεπε το χάλι μας πια…
Έρχονταν οι εκλογές. Σε δυο μέρες άκουσα κι ένα άλλο τέτοιο περιστατικό. Και μετά κι άλλο. Κάθε φορά μου ερχόταν το ικετευτικό βλέμμα του μικρού πακιστανού που κρατούσε τον ματωμένο λαιμό του.
Έχω δει πολλές ταινίες με άγρια μαχαιρώματα. Μάλιστα έκανα και πλάκα όταν τις έβλεπα.
Σας βεβαιώνω. Το αληθινό δεν παίζεται.
Αθήνα, Ιούνιος, Εκλογές 2012.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News